- ἐκδυσωπῶ
- ἐκδυσωπέωput to shamepres subj act 1st sg (attic epic doric)ἐκδυσωπέωput to shamepres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκδυσωπώ — ἐκδυσωπῶ ( έω) (AM) ικετεύω, εκλιπαρώ, παρακαλώ θερμά αρχ. 1. κάνω κάποιον να ντραπεί 2. ενοχλώ με επίμονες ερωτήσεις 3. πείθω … Dictionary of Greek